είσκειμαι

είσκειμαι
εἴσκειμαι (AM)
μσν.
είμαι κοντά, πλησιάζω
αρχ.
είμαι τοποθετημένος μέσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐσκειμένην — εἴσκειμαι to be put on board ship perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) εἴσκειμαι to be put on board ship pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκειμένης — εἴσκειμαι to be put on board ship perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) εἴσκειμαι to be put on board ship pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσέκειτο — εἴσκειμαι to be put on board ship imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”